Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διηπειρωτικός η διηπειρωτική το διηπειρωτικό
      γενική του διηπειρωτικού της διηπειρωτικής του διηπειρωτικού
    αιτιατική τον διηπειρωτικό τη διηπειρωτική το διηπειρωτικό
     κλητική διηπειρωτικέ διηπειρωτική διηπειρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διηπειρωτικοί οι διηπειρωτικές τα διηπειρωτικά
      γενική των διηπειρωτικών των διηπειρωτικών των διηπειρωτικών
    αιτιατική τους διηπειρωτικούς τις διηπειρωτικές τα διηπειρωτικά
     κλητική διηπειρωτικοί διηπειρωτικές διηπειρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διηπειρωτικός < δι- + ηπειρωτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercontinental)

  Επίθετο επεξεργασία

διηπειρωτικός

  • που σχετίζεται με δύο ή περισσότερες ηπείρους, τις αφορά ή αναφέρεται σ’ αυτές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία