διηπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διηπειρωτικός < δι- + ηπειρωτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercontinental)
Επίθετο
επεξεργασίαδιηπειρωτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ήπειρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία διηπειρωτικός