↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηπειρωτικός η ηπειρωτική το ηπειρωτικό
      γενική του ηπειρωτικού της ηπειρωτικής του ηπειρωτικού
    αιτιατική τον ηπειρωτικό την ηπειρωτική το ηπειρωτικό
     κλητική ηπειρωτικέ ηπειρωτική ηπειρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηπειρωτικοί οι ηπειρωτικές τα ηπειρωτικά
      γενική των ηπειρωτικών των ηπειρωτικών των ηπειρωτικών
    αιτιατική τους ηπειρωτικούς τις ηπειρωτικές τα ηπειρωτικά
     κλητική ηπειρωτικοί ηπειρωτικές ηπειρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηπειρωτικός < ήπειρος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ηπειρωτικός

  1. σχετικός με την ήπειρο
  2. Το ουδέτερο πληθυντικός ως ουσ. Τα ηπειρωτικά → δείτε τη λέξη 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία