Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηπειρωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηπειρωτικ
ός
η
ηπειρωτικ
ή
το
ηπειρωτικ
ό
γενική
του
ηπειρωτικ
ού
της
ηπειρωτικ
ής
του
ηπειρωτικ
ού
αιτιατική
τον
ηπειρωτικ
ό
την
ηπειρωτικ
ή
το
ηπειρωτικ
ό
κλητική
ηπειρωτικ
έ
ηπειρωτικ
ή
ηπειρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηπειρωτικ
οί
οι
ηπειρωτικ
ές
τα
ηπειρωτικ
ά
γενική
των
ηπειρωτικ
ών
των
ηπειρωτικ
ών
των
ηπειρωτικ
ών
αιτιατική
τους
ηπειρωτικ
ούς
τις
ηπειρωτικ
ές
τα
ηπειρωτικ
ά
κλητική
ηπειρωτικ
οί
ηπειρωτικ
ές
ηπειρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηπειρωτικός
<
ήπειρος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ηπειρωτικός
σχετικός με την
ήπειρο
Το
ουδέτερο
πληθυντικός
ως ουσ. Τα
ηπειρωτικά
→
δείτε
τη λέξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηπειρωτικός
αγγλικά
:
continental
(en)
,
mainland
(en)
γαλλικά
:
continental
(fr)
εσπεράντο
:
kontinenta
(eo)
ισπανικά
:
continental
(es)