continental
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
continental (en)
- ηπειρωτικός
- που αναφέρεται στην ηπειρωτική Ευρώπη σε αντίθεση με την Αγγλία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | continental | continentaux |
θηλυκό | continentale | continentales |
ΕπίθετοΕπεξεργασία
continental (fr)