ηπειρωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαηπειρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηπειρωτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ηπειρωτικά | ||
γενική | των | ηπειρωτικών | ||
αιτιατική | τα | ηπειρωτικά | ||
κλητική | ηπειρωτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαηπειρωτικά<πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου ηπειρωτικός ως ουσ. }
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηπειρωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό