ενικός         πληθυντικός  
continent continents

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
continent continents

continent (fr) αρσενικό

  1. (γεωγραφία) η ήπειρος
  2. (μεταφορικά) το εσωτερικό μιας περιοχής ή μιας χώρας, η ηπειρωτική περιοχή
  3. (ειδικότερα) η Ευρώπη, όπως φαίνεται από τη Μεγάλη Βρετανία