• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

incontinent

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό incontinent incontinents
θηλυκό incontinente incontinentes

Επίθετο

επεξεργασία

incontinent (fr)

  1. (ιατρική) που πάσχει από ακράτεια
  2. μη εγκρατής

Συγγενικά

επεξεργασία
  • incontinemment
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=incontinent&oldid=5613337"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 22:40

Γλώσσες

    • Brezhoneg
    • Català
    • English
    • فارسی
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • Nederlands
    • Occitan
    • Oromoo
    • Polski
    • Română
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 22:40.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας