Δείτε επίσης: ἐγκρατής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκρατής η εγκρατής το εγκρατές
      γενική του εγκρατούς* της εγκρατούς του εγκρατούς
    αιτιατική τον εγκρατή την εγκρατή το εγκρατές
     κλητική εγκρατή(ς) εγκρατής εγκρατές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκρατείς οι εγκρατείς τα εγκρατή
      γενική των εγκρατών των εγκρατών των εγκρατών
    αιτιατική τους εγκρατείς τις εγκρατείς τα εγκρατή
     κλητική εγκρατείς εγκρατείς εγκρατή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκρατής < αρχαία ελληνική ἐγκρατής < ἐν + κράτος (δύναμη). Πρόθημα εγ-

  Επίθετο

επεξεργασία

εγκρατής, -ής, -ές (συγκριτικός: εγκρατέστερος· υπερθετικός: εγκρατέστατος)

  1. (λόγιο) που δείχνει αυτοσυγκράτηση ως προς τις (συνήθως σωματικές μα όχι μόνο) ηδονές και απολαύσεις και κυριαρχεί στα πάθη του
     συνώνυμα: συγκρατημένος
     αντώνυμα: ασυγκράτητος, άσωτος, έκδοτος, φιλήδονος
  2. (λόγιο) που γνωρίζει καλά κάτι, που το κατέχει σε μεγάλο βαθμό
     συνώνυμα: ειδήμων
    εγκρατής φιλόλογος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία