εγκρατεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκρατεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκρατεύομαι < ἐγκρατής
Ρήμα
επεξεργασίαεγκρατεύομαι (αποθετικό)
- (αρχαιοπρεπές, εκκλησιαστική γλώσσα) είμαι εγκρατής, (καθαρεύουσα) → δείτε ἐγκρατεύομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκρατεύομαι | εγκρατευόμουν(α) | θα εγκρατεύομαι | να εγκρατεύομαι | ||
β' ενικ. | εγκρατεύεσαι | εγκρατευόσουν(α) | θα εγκρατεύεσαι | να εγκρατεύεσαι | ||
γ' ενικ. | εγκρατεύεται | εγκρατευόταν(ε) | θα εγκρατεύεται | να εγκρατεύεται | ||
α' πληθ. | εγκρατευόμαστε | εγκρατευόμαστε εγκρατευόμασταν |
θα εγκρατευόμαστε | να εγκρατευόμαστε | ||
β' πληθ. | εγκρατεύεστε | εγκρατευόσαστε εγκρατευόσασταν |
θα εγκρατεύεστε | να εγκρατεύεστε | (εγκρατεύεστε) | |
γ' πληθ. | εγκρατεύονται | εγκρατεύονταν εγκρατευόντουσαν |
θα εγκρατεύονται | να εγκρατεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκρατεύθηκα | θα εγκρατευθώ | να εγκρατευθώ | εγκρατευθεί | ||
β' ενικ. | εγκρατεύθηκες | θα εγκρατευθείς | να εγκρατευθείς | εγκρατεύσου | ||
γ' ενικ. | εγκρατεύθηκε | θα εγκρατευθεί | να εγκρατευθεί | |||
α' πληθ. | εγκρατευθήκαμε | θα εγκρατευθούμε | να εγκρατευθούμε | |||
β' πληθ. | εγκρατευθήκατε | θα εγκρατευθείτε | να εγκρατευθείτε | εγκρατευθείτε | ||
γ' πληθ. | εγκρατεύθηκαν εγκρατευθήκαν(ε) |
θα εγκρατευθούν(ε) | να εγκρατευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγκρατευθεί | είχα εγκρατευθεί | θα έχω εγκρατευθεί | να έχω εγκρατευθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εγκρατευθεί | είχες εγκρατευθεί | θα έχεις εγκρατευθεί | να έχεις εγκρατευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγκρατευθεί | είχε εγκρατευθεί | θα έχει εγκρατευθεί | να έχει εγκρατευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκρατευθεί | είχαμε εγκρατευθεί | θα έχουμε εγκρατευθεί | να έχουμε εγκρατευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγκρατευθεί | είχατε εγκρατευθεί | θα έχετε εγκρατευθεί | να έχετε εγκρατευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκρατευθεί | είχαν εγκρατευθεί | θα έχουν εγκρατευθεί | να έχουν εγκρατευθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκρατεύομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- «εγκρατής (& εγκρατεύομαι)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)