άσωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσωτος | η | άσωτη | το | άσωτο |
γενική | του | άσωτου | της | άσωτης | του | άσωτου |
αιτιατική | τον | άσωτο | την | άσωτη | το | άσωτο |
κλητική | άσωτε | άσωτη | άσωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσωτοι | οι | άσωτες | τα | άσωτα |
γενική | των | άσωτων | των | άσωτων | των | άσωτων |
αιτιατική | τους | άσωτους | τις | άσωτες | τα | άσωτα |
κλητική | άσωτοι | άσωτες | άσωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άσωτος < αρχαία ελληνική ἄσωτος < ἀ- + σῴζω
Επίθετο επεξεργασία
άσωτος, -η, -ο
- που δεν τελειώνει, δεν εξαντλείται
- που σπαταλά χωρίς μέτρο, κάνοντας υπερβολές
- που σπαταλά την (πατρική) περιουσία σε ασωτίες, που οδηγείται στην (οικονομική ή ηθική) καταστροφή
- διεφθαρμένος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατελείωτος, σπάταλος
|