ασωτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασωτία | οι | ασωτίες |
γενική | της | ασωτίας | των | ασωτιών |
αιτιατική | την | ασωτία | τις | ασωτίες |
κλητική | ασωτία | ασωτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασωτία < αρχαία ελληνική ἀσωτία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασωτία θηλυκό
- η ιδιότητα του άσωτου
- η ενέργεια του άσωτου, η σπάταλη, η διασκέδαση