πατρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πατρικός | η | πατρική | το | πατρικό |
γενική | του | πατρικού | της | πατρικής | του | πατρικού |
αιτιατική | τον | πατρικό | την | πατρική | το | πατρικό |
κλητική | πατρικέ | πατρική | πατρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πατρικοί | οι | πατρικές | τα | πατρικά |
γενική | των | πατρικών | των | πατρικών | των | πατρικών |
αιτιατική | τους | πατρικούς | τις | πατρικές | τα | πατρικά |
κλητική | πατρικοί | πατρικές | πατρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατρικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατρικός < πατήρ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paternel[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαπατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πατέρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) πατρικό
- το σπίτι που ζούσε κάποιος με την πρώτη του οικογένεια, με τους γονείς του
- το επώνυμο της αρχικής οικογένειας μια γυναίκας, αυτής που είχε με τους γονείς της, πριν παντρευτεί και λάβει —ενδεχομένως— το επώνυμο του συζύγου της
- που έχει σχέση με τους προγόνους, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- (μεταφορικά) που γίνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια, προστατευτικότητα και αγάπη, σαν να ενεργεί ο πατέρας προς τα παιδιά του
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πατρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πατρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.