ἐγκρατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐγκρατής, -ής, -ές
- ισχυρός, δυνατός
- που κρατάει κάτι γερά
- γερός, ανάπηρος
- που κατέχει κάτι
- ο κύριος του εαυτού του, αυτός που έχει αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, εγκρατής
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 406