βορειοηπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βορειοηπειρωτικός < βόρειος + ηπειρωτικός
Επίθετο επεξεργασία
βορειοηπειρωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Βόρειο Ήπειρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βορειοηπειρωτικός
|
βορειοηπειρωτικός, -ή, -ό
|