ωκεανολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωκεανολογικός < ωκεανολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαωκεανολογικός
- σχετικός με την ωκεανολογία
- ωκεανολογική έρευνα
- ωκεανολογικό σκάφος (το ωκεανογραφικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωκεανολογικός