Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωκεανοπλοΐα οι ωκεανοπλοΐες
      γενική της ωκεανοπλοΐας των ωκεανοπλοϊών
    αιτιατική την ωκεανοπλοΐα τις ωκεανοπλοΐες
     κλητική ωκεανοπλοΐα ωκεανοπλοΐες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωκεανοπλοΐα < ωκεανός + -πλοΐα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωκεανοπλοΐα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος): η ναυσιπλοΐα σε ωκεανό ή ανοικτή θάλασσα πολύ μακριά από τις ακτές
  2. γενικά η ναυτική τέχνη θαλασσοπλοΐας με τη βοήθεια αστρονομικών παρατηρήσεων
  3. η δια πλοίων εξυπηρέτηση διηπειρωτικής συγκοινωνίας
  4. (νομικός όρος): ελεύθερη ναυσιπλοΐα χωρίς αποκλειστικό δικαίωμα ή περιορισμό, εφόσον δεν διαπράττεται διεθνές έγκλημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία