ωκεανοπλοΐα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωκεανοπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος): η ναυσιπλοΐα σε ωκεανό ή ανοικτή θάλασσα πολύ μακριά από τις ακτές
- γενικά η ναυτική τέχνη θαλασσοπλοΐας με τη βοήθεια αστρονομικών παρατηρήσεων
- η δια πλοίων εξυπηρέτηση διηπειρωτικής συγκοινωνίας
- (νομικός όρος): ελεύθερη ναυσιπλοΐα χωρίς αποκλειστικό δικαίωμα ή περιορισμό, εφόσον δεν διαπράττεται διεθνές έγκλημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ωκεανοπλοΐα
|