ιαβαϊκά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ιαβαϊκά | ||
γενική | των | ιαβαϊκών | ||
αιτιατική | τα | ιαβαϊκά | ||
κλητική | ιαβαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιαβαϊκά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιαβαϊκός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιαβαϊκά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό