ιαβαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιαβαϊκός | η | ιαβαϊκή | το | ιαβαϊκό |
γενική | του | ιαβαϊκού | της | ιαβαϊκής | του | ιαβαϊκού |
αιτιατική | τον | ιαβαϊκό | την | ιαβαϊκή | το | ιαβαϊκό |
κλητική | ιαβαϊκέ | ιαβαϊκή | ιαβαϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιαβαϊκοί | οι | ιαβαϊκές | τα | ιαβαϊκά |
γενική | των | ιαβαϊκών | των | ιαβαϊκών | των | ιαβαϊκών |
αιτιατική | τους | ιαβαϊκούς | τις | ιαβαϊκές | τα | ιαβαϊκά |
κλητική | ιαβαϊκοί | ιαβαϊκές | ιαβαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιαβαϊκός, -ή, -ό,
- ο σχετικός με Ιάβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιαβαϊκός
|