πλόιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλόιμος | η | πλόιμη | το | πλόιμο |
γενική | του | πλόιμου | της | πλόιμης | του | πλόιμου |
αιτιατική | τον | πλόιμο | την | πλόιμη | το | πλόιμο |
κλητική | πλόιμε | πλόιμη | πλόιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλόιμοι | οι | πλόιμες | τα | πλόιμα |
γενική | των | πλόιμων | των | πλόιμων | των | πλόιμων |
αιτιατική | τους | πλόιμους | τις | πλόιμες | τα | πλόιμα |
κλητική | πλόιμοι | πλόιμες | πλόιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλόιμος < αρχαία ελληνική πλόϊμος
Επίθετο
επεξεργασίαπλόιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να πλεύσουμε πάνω του
- που έχει τη δυνατότητα να πλεύσει
Συγγενικά
επεξεργασία- πλοϊμότητα
- → δείτε τη λέξη πλέω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλόιμος
|