αξιόπλοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αξιόπλοος < αξιό- + -πλοος (πλέω), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική
Επίθετο
επεξεργασία
αξιόπλοος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος, για σκάφος) που καλύπτει τις απαραίτητες προδιαγραφές για να πετάει ή να πλέει