αξιοπλοΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοπλοΐα < αξιόπλοος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική seaworthiness)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αξιοπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η ικανότητα ή η καταλληλότητα για ασφαλή πλεύση
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοπλοΐα