Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπλέω < αρχαία ελληνική ἀναπλέω < ἀνά + πλέω

αναπλέω

  1. (λόγιο) πλέω αντίθετα προς το ρεύμα
     αντώνυμα: καταπλέω
  2. αναχωρώ από την ακτή ή από το λιμάνι στα ανοιχτά
     συνώνυμα: αποπλέω, εκπλέω
     αντώνυμα: καταπλέω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία