εκπλέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκπλέω
- (ναυτικός όρος) εξέρχομαι πλέοντας (με πλοίο ή σκάφος), από λιμάνι, όρμο, διώρυγα κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) αποπλέω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκπλέω
|