↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διώρυγα οι διώρυγες
      γενική της διώρυγας των διωρύγων
    αιτιατική τη διώρυγα τις διώρυγες
     κλητική διώρυγα διώρυγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δορυφορική εικόνα της διώρυγας του Σουέζ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διώρυγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διῶρυξ (από την ελληνιστική κοινή αιτιατική «τὴν διώρυγα»)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διώρυγα θηλυκό

  • τεχνητό κανάλι που ενώνει δύο θαλάσσια σώματα, είτε για το πέρασμα πλοίων είτε για την μεταφορά νερού
    ⮡  Μια από τις μεγαλύτερες διώρυγες του κόσμου είναι η διώρυγα του Σουέζ, που ενώνει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά θάλασσα.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία