διώρυγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διώρυγα | οι | διώρυγες |
γενική | της | διώρυγας | των | διωρύγων |
αιτιατική | τη | διώρυγα | τις | διώρυγες |
κλητική | διώρυγα | διώρυγες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διώρυγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διῶρυξ (από την ελληνιστική κοινή αιτιατική «τὴν διώρυγα»)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιώρυγα θηλυκό
- τεχνητό κανάλι που ενώνει δύο θαλάσσια σώματα, είτε για το πέρασμα πλοίων είτε για την μεταφορά νερού
- ⮡ Μια από τις μεγαλύτερες διώρυγες του κόσμου είναι η διώρυγα του Σουέζ, που ενώνει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά θάλασσα.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διώρυγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας