Δείτε επίσης: ἰσθμός, Ἰσθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισθμός οι ισθμοί
      γενική του ισθμού των ισθμών
    αιτιατική τον ισθμό τους ισθμούς
     κλητική ισθμέ ισθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ισθμός.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰσθμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισθμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) στενή λωρίδα ξηράς που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες
    ⮡  μας βολεύει να διανοίγουμε τις διώρυγες σε ισθμούς
  2. (καταχρηστικά) περιοχή στην οποία υπήρχε επώνυμος ισθμός(1) αλλά διανοίχτηκε διώρυγα
    ⮡  ξεκίνησαν να ανοίγουν διώρυγα στον ισθμό του Σουέζ
  3. (ανατομία) δηλώνει το στενότερο σημείο οποιουδήποτε ιστού
    ⮡  το στόμα εκτείνεται από τη στοματική σχισμή μέχρι τον ισθμό του φάρυγγα
  4. (αν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη τοποθεσία) ο ισθμός της Κορίνθου
    ⮡  τα διόδια στον ισθμό είναι κλειστά σήμερα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία