ἰσθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰσθμός | οἱ | ἰσθμοί |
γενική | τοῦ | ἰσθμοῦ | τῶν | ἰσθμῶν |
δοτική | τῷ | ἰσθμῷ | τοῖς | ἰσθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἰσθμόν | τοὺς | ἰσθμούς |
κλητική ὦ! | ἰσθμέ | ἰσθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰσθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰσθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰσθμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰσθμός αρσενικό
- λαιμός
- (γεωγραφία) στενό πέρασμα, λωρίδα γης ανάμεσα σε θάλασσες, διώρυγα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 174.3
- τῇ γὰρ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τελευτᾷ, ταύτῃ ὁ ἰσθμός ἐστι τὸν ὤρυσσον.
- γιατί, όπου τελειώνει και ενώνεται η χώρα των Κνιδίων με τη στεριά, εκεί βρισκόταν ο ισθμός που τον έσκαβαν, για να τον κάνουν διώρυγα.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῇ γὰρ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τελευτᾷ, ταύτῃ ὁ ἰσθμός ἐστι τὸν ὤρυσσον.
- για τον Ισθμό της Κορίνθου → δείτε τη λέξη Ἰσθμός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 174.3
Συγγενικά
επεξεργασία- Λέξεις ἰσθμ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- ἰσθμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰσθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.