Ἰσθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἰσθμός | ||
γενική | τοῦ | Ἰσθμοῦ | ||
δοτική | τῷ | Ἰσθμῷ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἰσθμόν | ||
κλητική ὦ! | Ἰσθμέ | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸσθμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἰσθμός
Πηγές
επεξεργασία- Ἰσθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.