Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρίσθμιος η παρίσθμια το παρίσθμιο
      γενική του παρίσθμιου της παρίσθμιας του παρίσθμιου
    αιτιατική τον παρίσθμιο την παρίσθμια το παρίσθμιο
     κλητική παρίσθμιε παρίσθμια παρίσθμιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρίσθμιοι οι παρίσθμιες τα παρίσθμια
      γενική των παρίσθμιων των παρίσθμιων των παρίσθμιων
    αιτιατική τους παρίσθμιους τις παρίσθμιες τα παρίσθμια
     κλητική παρίσθμιοι παρίσθμιες παρίσθμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρίσθμιος < παρα- + ισθμός + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

παρίσθμιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία