πλωτάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πλωτάρχης | οι | πλωτάρχες |
γενική | του του/της |
πλωτάρχη πλωτάρχου |
των | πλωταρχών |
αιτιατική | τον/την | πλωτάρχη | τους/τις | πλωτάρχες |
κλητική | πλωτάρχη (πλωτάρχα) |
πλωτάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλωτάρχης < ελληνιστική κοινή πλωτάρχης (οδηγός πλοίου).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλωτ(ός) + -άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλωτάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός ανώτερου αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα, αντίστοιχος του ταγματάρχη στο στρατό ξηράς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πλωτάρχης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλωτάρχης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλωτάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας