ρηξικέλευθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρηξικέλευθος < (ελληνιστική κοινή) ῥηξικέλευθος < αρχαία ελληνική ῥήγνυμι (ανοίγω) + θηλυκό ουσιαστικό: (η) κέλευθος (σημασία: δρόμος)
Επίθετο
επεξεργασίαρηξικέλευθος, -η, -ο
- (λόγιο) που αποτελεί σημαντική πρόοδο και ανοίγει νέους δρόμους σε ένα τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας ή τρόπο σκέψης (επιστήμη, πολιτική, κοινωνία, οικονομία κ.α.) οριοθετώντας μία τομή σε σχέση με τα καθιερωμένα ή γνωστά έως την εμφάνισή του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρηξικέλευθος