ριζοσπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ριζοσπαστικός < ριζοσπάστης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαριζοσπαστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ριζοσπάστη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριζοσπαστικός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ριζοσπάστης, ρίζα και σπάω