groundbreaking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | groundbreaking |
συγκριτικός | more groundbreaking |
υπερθετικός | most groundbreaking |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɡraʊndbreɪkɪŋ/
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgroundbreaking (en)
παραθετικά | |
θετικός | groundbreaking |
συγκριτικός | more groundbreaking |
υπερθετικός | most groundbreaking |
groundbreaking (en)