novateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | novateur | novateurs |
θηλυκό | novatrice | novatrices |
novateur (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | novateur | novateurs |
θηλυκό | novatrice | novatrices |
novateur (fr)