Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

breakthrough < break + through

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbreɪkθruː/

  Επίθετο επεξεργασία

breakthrough (en) (χωρίς παραθετικά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
breakthrough breakthroughs

breakthrough (en)

  1. καινοτομία, σημαντικότατη ανακάλυψη
    It’s a breakthrough in the fight against cancer.
    Είναι μεγάλη ανακάλυψη στη μάχη κατά του καρκίνου.
  2. ραγδαία πρόοδος, αύξηση γνώσης

  Πηγές επεξεργασία