breakthrough
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbreɪkθruː/
Επίθετο
επεξεργασίαbreakthrough (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breakthrough | breakthroughs |
breakthrough (en)
- καινοτομία, σημαντικότατη ανακάλυψη
- ⮡ It’s a breakthrough in the fight against cancer.
- Είναι μεγάλη ανακάλυψη στη μάχη κατά του καρκίνου.
- ⮡ It’s a breakthrough in the fight against cancer.
- ραγδαία πρόοδος, αύξηση γνώσης
Πηγές
επεξεργασία- breakthrough (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- breakthrough (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 47. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακάλυψη