Ετυμολογία

επεξεργασία
dux < θέμα duc- όπως στο duco (οδηγώ) + -s < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: δούξ και δείτε τους απογόνους του

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dux (la), dŭcis αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρσενικό) αρχηγός, διοικητής
  2. οδηγός (και μεταφορικά)
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική dux ducēs
γενική ducis ducum
δοτική ducī ducibus
αιτιατική ducem ducēs
κλητική dux ducēs
αφαιρετική duce ducibus
(γ' κλίση)