Δείτε επίσης: Δούκας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δούκας οι δούκες
      γενική του δούκα
& δουκός
των δουκών
    αιτιατική τον δούκα τους δούκες
     κλητική δούκα δούκες
Δείτε και την κλίση του επωνύμου Δούκας.
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δούκας αρσενικό (θηλυκό δούκισσα, δουκέσα και το παλιότερο δούκαινα)

  1. τίτλος ευγενείας της Δυτικής Ευρώπης
  2. παλαιότερο αξίωμα
    • (Βυζάντιο)  δείτε τη λέξη δούξ στρατιωτικός διοικητής θέματος, στρατηγός
    • (βενετοκρατία) γενικός διοικητής
    • (μεσαιωνική Ευρώπη) ηγεμόνας μικρού κράτους που ήταν ανεξάρτητο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία