duko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duko | dukoj |
αιτιατική | dukon | dukojn |
duko (eo)
- ο δούκας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duko | dukoj |
αιτιατική | dukon | dukojn |
duko (eo)