δουκέσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δουκέσα | οι | δουκέσες |
γενική | της | δουκέσας | των | (δουκεσών) |
αιτιατική | τη | δουκέσα | τις | δουκέσες |
κλητική | δουκέσα | δουκέσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðuˈce.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐κέ‐σα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δουκέσα θηλυκό
- (σπάνιο, τίτλος ευγενείας) θηλυκό του δούκας, άλλη μορφή του δούκισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δουκέσα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- δουκέσα < δουκέσα #1, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική duchess [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δούκας, δούκισσα, δουκέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δουκέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας