πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουκέσα οι δουκέσες
      γενική της δουκέσας των (δουκεσών)
    αιτιατική τη δουκέσα τις δουκέσες
     κλητική δουκέσα δουκέσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δουκέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική duchessa με απλοποίηση γραφής των δύο συμφώνων [1] < λατινική dux (στρατιωτικός διοικητής) < duco (διοικώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-. Μορφολογικά αναλύεται σε δούκ(ας) + -έσα. Δείτε και το μεσαιωνικό δουκέσσα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουκέσα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουκέσα θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία