duc
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duc | ducs |
θηλυκό | duchesse | duchesses |
duc (fr) αρσενικό
- ο δούκας
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duc | ducs |
θηλυκό | duchesse | duchesses |
duc (fr) αρσενικό