δούκαινα
Ετυμολογία
επεξεργασία- δούκαινα < δούκας < (ελληνιστική κοινή) δούξ, δουκ- + -αινα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδούκαινα θηλυκό
- θηλυκό του δούκας
- ※ ⌘Θεόδωρος Πρόδρομος, ΚΑ' Ἐπιθάλαμος τοῖς τοῦ εὐτυχεστάτου καίσαρος υἱοῖς ([1]), 351, 23-24 Theodori Prodromi Scripta miscellanea στήλη.1403 ⌘ Patrologia Graeca, ed.Migne
- (λόγια μεσαιωνική) Καὶ ὑμεῖς δὲ τρισευτυχεῖς γεγήθατε νύμφαι καὶ τῇ σεμνότητι Δουκαίνῃ / καὶ καλῇ τῶν καλῶν νυμφίων ἀδελφῇ συγγεγήθατε
- ※ ⌘Θεόδωρος Πρόδρομος, ΚΑ' Ἐπιθάλαμος τοῖς τοῦ εὐτυχεστάτου καίσαρος υἱοῖς ([1]), 351, 23-24 Theodori Prodromi Scripta miscellanea στήλη.1403 ⌘ Patrologia Graeca, ed.Migne
- για το γυναικείο επώνυμο → δείτε Δούκαινα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δούκαινα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- δούκαινα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)