Ετυμολογία

επεξεργασία
δουκέσσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική duchessa. Μορφολογικά αναλύεται σε δούκ(ας) + -έσσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουκέσσα θηλυκό