Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
duke dukes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

duke (en)

  1. ο δούκας
  2. (αργκό) η γροθιά (το σφιγμένο χέρι, συνήθως στον πληθυντικό)
     συνώνυμα: fist

Συγγενικά επεξεργασία