duke
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duke | dukes |
duke (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | duke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dukes |
αόριστος | duked |
παθητική μετοχή | duked |
ενεργητική μετοχή | duking |
duke (en)
- → δείτε την έκφραση duke it out