duke it out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαduke it out (en)
- (ιδιωματισμός, αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) έρχομαι στα χέρια, παλεύω
- ⮡ They squabbled fiercely and then duked it out.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw hands
- ⮡ They squabbled fiercely and then duked it out.