throw hands
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαthrow hands (en)
- (αμετάβατο, ιδιωματισμός) έρχομαι στα χέρια, παλεύω με τα χέρια μου
- ⮡ They squabbled fiercely and then threw hands.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ⮡ They squabbled fiercely and then threw hands.