Δείτε επίσης: πιάστρο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιάστρα οι πιάστρες
      γενική της πιάστρας των πιαστρών
    αιτιατική την πιάστρα τις πιάστρες
     κλητική πιάστρα πιάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpça.stɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιά‐στρα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πιάστρα < (πιάνω) πιασ- + -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιάστρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πιάνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πιάστρα < → δείτε τη λέξη  πιάστρ(ο) (ουδέτερο) +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιάστρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία