Δείτε επίσης: πιάστρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιάστρο τα πιάστρα
      γενική του πιάστρου των πιάστρων
    αιτιατική το πιάστρο τα πιάστρα
     κλητική πιάστρο πιάστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιάστρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piastro < impiastrare < υστερολατινική emplastrare < λατινική emplastrum < ελληνιστική κοινή ἔμπλαστρον, ουδέτερο του ἔμπλαστρος (αντιδάνειο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpça.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιά‐στρο
 
αιγυπτιακό χαρτονόμισμα των 25 πιάστρων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιάστρο ουδέτερο (και πιάστρα θηλυκό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .