τάληρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάληρο | τα | τάληρα |
γενική | του | τάληρου | των | τάληρων |
αιτιατική | το | τάληρο | τα | τάληρα |
κλητική | τάληρο | τάληρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάληρο < (άμεσο δάνειο) βενετική talaro < γερμανική Taler / Thaler < Sankt Joachimsthaler : από την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ < Joachim + -s- + Tal + -er < παλαιά άνω γερμανική tal < πρωτογερμανική *dalą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰol- / *dʰel- (τόξο, αψίδα, καμπυλότητα, κοιλότητα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατάληρο ουδέτερο