τάλιρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τάλιρο | τα | τάλιρα |
γενική | του | τάλιρου | των | τάλιρων |
αιτιατική | το | τάλιρο | τα | τάλιρα |
κλητική | τάλιρο | τάλιρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τάλιρο < λόγια επίδραση στο λαϊκό τάλαρο < βενετική talaro (με α < η < ι) < γερμανική Taler / Thaler < περικοπή του Joachimsthaler (νόμισμα του 16ου αιώνα) που παραγόταν στην Sankt Joachimsthal,[1] την κοιλάδα Joachimstal του Αγίου Ιωακείμ < Joachim + -s- + Tal + -er
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈta.li.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐λι‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατάλιρο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) νoμισματική μονάδα διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών κατά το παρελθόν
- ※ Από την ποικιλία των ευρωπαϊκών νομισμάτων που κυκλοφορούν στον χώρο της Ανατολής, εκείνα που κυρίως έλκουν την προτίμηση του κοινού είναι τα βενετσιάνικα […] και ακολουθούν τα ισπανικά και τα αυστριακά τάλιρα
- Ευτυχία Λιάτα, «Τα νομίσματα του βενετοκρατούμενου και τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου (15ος-18ος αι.)», στον τόμο Η ιστορική διαδρομή της νομισματικής μονάδας στην Ελλάδα (Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2002, ISBN 960-7998-17-0), σ. 88
- ※ Από την ποικιλία των ευρωπαϊκών νομισμάτων που κυκλοφορούν στον χώρο της Ανατολής, εκείνα που κυρίως έλκουν την προτίμηση του κοινού είναι τα βενετσιάνικα […] και ακολουθούν τα ισπανικά και τα αυστριακά τάλιρα
- (ιστορία, νόμισμα) παλιό νόμισμα (1890-1921) της (ιταλικής αποικίας τής) Ερυθρέας
- (λαϊκότροπο, νόμισμα) νόμισμα αξίας πέντε μονάδων (ευρώ, δραχμών κ.ο.κ.)
- → δείτε τις λέξεις πεντόλιρο, πεντοδόλαρο και πεντάευρο
- (λαϊκότροπο) λεφτά, χρήματα (και στον πληθυντικό τάλιρα)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- τάληρο (παλιότερη γραφή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- για τη σημασία «νόμισμα μικρής αξίας»
- ※ ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών
- Νίκος Σαραντάκος. Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων. Ιατρικά θέματα, 68, 2015, σελ. 31-34 pdf@isth.gr
- ※ ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ↑ Sankt Joachimsthal στο αγγλικό Βικιλεξικό:
γερμανικά Thal (κοιλάδα) (και απλοποιημένα πλέον Tal). Σε μιαν κοιλάδα, την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ, που σήμερα ανήκει στην Τσεχία και λέγεται Jáchymov, αλλά στη γερμανοκρατούμενη Βοημία λεγόταν Joachimsthal, υπήρχε ασήμι από το οποίο έκοψαν μετά το 1519 ασημένια νομίσματα, που τα ονόμασαν, από τον τόπο κοπής τους, Joachimsthaler. Τα νομίσματα αυτά είχαν προφανώς επιτυχία, και η συγκεκομμένη λέξη thaler αφομοιώθηκε και από τις άλλες γερμανικές διαλέκτους.