Δείτε επίσης: οβολός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όβολο τα όβολα
      γενική του όβολου των όβολων
    αιτιατική το όβολο τα όβολα
     κλητική όβολο όβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όβολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀβολός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈo.vo.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐βο‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

όβολο ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) οβολός, τα λίγα χρήματα
    ⮡  Ελεήστε με κάνα όβολο (παλιότερη έκφραση επαιτών στην Ελλάδα)
  2. (παρωχημένο) η πεντάρα της δραχμής, χάλκινο νόμισμα αξίας 5 λεπτών της δραχμής
    ⮡  το όβολο της χήρας-δεν έχει ούτε όβολο
  3. τα χρήματα
    ※  ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις του χρήματος και των νομισμάτων Ιατρικά θέματα 68, 2015, σελ. 31-34 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία