επαίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επαίτης | οι | επαίτες |
γενική | του | επαίτη | των | επαιτών |
αιτιατική | τον | επαίτη | τους | επαίτες |
κλητική | επαίτη | επαίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαίτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpe.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαίτης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαίτης
|