αιτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτῶ / αἰτέω < *αἶτος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίααιτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιτώ | αιτούσα | θα αιτώ | να αιτώ | αιτώντας | |
β' ενικ. | αιτείς | αιτούσες | θα αιτείς | να αιτείς | (αίτει) | |
γ' ενικ. | αιτεί | αιτούσε | θα αιτεί | να αιτεί | ||
α' πληθ. | αιτούμε | αιτούσαμε | θα αιτούμε | να αιτούμε | ||
β' πληθ. | αιτείτε | αιτούσατε | θα αιτείτε | να αιτείτε | αιτείτε | |
γ' πληθ. | αιτούν(ε) | αιτούσαν(ε) | θα αιτούν(ε) | να αιτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αίτησα | θα αιτήσω | να αιτήσω | αιτήσει | ||
β' ενικ. | αίτησες | θα αιτήσεις | να αιτήσεις | αίτησε | ||
γ' ενικ. | αίτησε | θα αιτήσει | να αιτήσει | |||
α' πληθ. | αιτήσαμε | θα αιτήσουμε | να αιτήσουμε | |||
β' πληθ. | αιτήσατε | θα αιτήσετε | να αιτήσετε | αιτήστε | ||
γ' πληθ. | αίτησαν αιτήσαν(ε) |
θα αιτήσουν(ε) | να αιτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αιτήσει | είχα αιτήσει | θα έχω αιτήσει | να έχω αιτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αιτήσει | είχες αιτήσει | θα έχεις αιτήσει | να έχεις αιτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αιτήσει | είχε αιτήσει | θα έχει αιτήσει | να έχει αιτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αιτήσει | είχαμε αιτήσει | θα έχουμε αιτήσει | να έχουμε αιτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αιτήσει | είχατε αιτήσει | θα έχετε αιτήσει | να έχετε αιτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αιτήσει | είχαν αιτήσει | θα έχουν αιτήσει | να έχουν αιτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.