Ετυμολογία

επεξεργασία
αιτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτῶ / αἰτέω < *αἶτος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐τώ

αιτώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.